καταγέλαστος

καταγέλαστος
-η, -ο (AM καταγέλα
στος, -ον) [καταγελώ]
αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.).
επίρρ...
καταγελάστως (Α)
με καταγέλαστο τρόπο («παρὰ δὲ ἀνθρώπου... καταγελάστως μὲν κεχρημένου τῷ ἑαυτοῡ σώματι», Αισχίν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταγέλαστος — ridiculous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλαστος — η, ο ο άξιος περιφρονητικού γέλωτα: Πρόσεξε μη γίνουμε καταγέλαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγελαστότερον — καταγέλαστος ridiculous adverbial comp καταγέλαστος ridiculous masc acc comp sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελαστότατα — καταγέλαστος ridiculous adverbial superl καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελαστότατον — καταγέλαστος ridiculous masc acc superl sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελάστω — καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut nom/voc/acc dual καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελάστως — καταγέλαστος ridiculous adverbial καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλαστον — καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελαστοτάτοις — καταγέλαστος ridiculous masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελαστοτέρη — καταγέλαστος ridiculous fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”